- πατσίτσες
- οι [πατσάς](υποκορ. τού πατσάς) στομάχια και κοιλιές προβάτων ή κατσικιών μαγειρεμένα κατά μικρά κομμάτια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατσάς — Λέξη περσική, υποκοριστικό του πα (= ποδαράκι). Φαγητό που παρασκευάζεται από το στομάχι και τα πόδια προβάτου, γίδας, βοδιού ή χοίρου. Από παρερμηνεία π. λέγεται και το βραστό κρέας. Ο όρος π. συνηθίζεται στο αρσενικό, σε πολλές όμως περιοχές… … Dictionary of Greek